ψάμμου

ψάμμου
ψάμμος
sand
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου …   Dictionary of Greek

  • AEGYPTUS Turcis Elcuibet — Asiae regio (licet a Ptolemaeo in Africa discribatur) teste Mela l. 1. c. 9. in 2. partes dividitur. Una inferior, quae et Delta, ad occidentem Bechria, et ad ortum Errif, teste Io: Leone, dicitur. Altera Superior, vulgo Sahid, et olim Thebais… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • AMATHA — Arabiae Regio, quae et Acmathe vocabatur, teste Steph. ubi forte pro Acmatha, legendum Psamatha. Certe verba sequentia, κέκληται ἀπὸ τῆς ψάμμου, tale quiddam innuere videntur. populi Amatheni. Item urbs Phoeniciae, et Siciliae. Steph. Item, Villa …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OXUS — fluv. ingens Sogdianae per Margianam in Hyrcanum mare decurrens. Geichon, Rhamusio; Deistan Nigro. Aliis Xa Cappanach Persis, teste Thevetô. Monarach Arabibus. Nicaprach incolis. Abiamu Castaldo. Eius meminit Dion s. v. 746. Οἷς ἐπὶ γαῖα Σουγδιὰς …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • σωρός — ο, ΝΜΑ 1. σύνολο από πράγματα συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο, το ένα επάνω στο άλλο χωρίς τακτοποίηση (α. «σωρός χώματος» β. «οὕτως ἐν ὀλίγῳ πολλοὶ ἔπεσαν ὥστε εἰθισμένοι ὁρᾱν οἱ ἄνθρωποι σωροὺς σίτου, ξύλων, λίθων, τότε ἐθεάσαντο σωροὺς νεκρῶν»,… …   Dictionary of Greek

  • φωλεύω — ΝΑ [φωλεός / φωλεά] 1. (για διάφορα ζώα) μένω ή κρύβομαι μέσα στη φωλιά μου, φωλιάζω 2. (κυρίως για άγρια ζώα) διέρχομαι τη χειμέρια νάρκη αρχ. 1. κρύβομαι κάπου («ἑρπετὰ... φωλεύοντα ἐν μυχῷ τῆς ψάμμου», Λουκιαν.) 2. μτφ. (για συναίσθημα ή για… …   Dictionary of Greek

  • ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”